- βαβούρα
- ηο θόρυβος: Δεν ακούω καθαρά τι λες μέσα σε τόση βαβούρα!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαβούρα — η 1. θόρυβος, οχλοβοή 2. ζάλη, σύγχυση φρενών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
βαβουρίζω — [βαβούρα] κάνω βαβούρα, θορυβώ … Dictionary of Greek
arababură — ARABABÚRĂ, arababuri, s.f. v. harababură. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 arababúră s.f. – Dezordine, încurcătură, scandal. – var. harababură, (h)alababură. tc. anababulla, sau ngr. ἀλλαμπάμπολλα, cu var. ἀναμπαμποῦλα şi ἀναμπουμποῦλα … Dicționar Român